Στὴν πανήγυρι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυρονικήτα
Ο Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος, πρώην Σχολάρχης της Αθωνιάδος Σχολής, γράφει τις εντυπώσεις του από μία Αγρυπνία στον Αθώνα στην οποία κλήθηκε να ψάλλει, υπογραμμίζοντας τη βαρύτητα και την ευθύνη που έχει η θέση του Ιεροψάλτη, πολλώ δε μάλλον σε μία Αγιορείτικη Πανήγυρι.
Τοῦ Ἐπισκόπου Ροδοστόλου κ. Χρυσοστόμου.
Ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Ροδοστόλου κ. Χρυσόστομος ο και Λαυριώτης |
Ἦταν μεγάλη χαρὰ γιὰ μένα, πού, τὴν πρωτομηνιὰ τοῦ Δεκεμβρίου (1956), ὁ ἀντιπρόσωπος τῆς Σταυρονικήτα Προηγούμενος Σωφρόνιος μοῦ ἐνεχείρισε προσκλητήριο ἐπιστολή, γιὰ νὰ ψάλω ὡς ἀριστερὸς ψάλτης στὴν πανήγυρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Εἶχα τὴν σύνεσι καὶ τὴν διάκρισι νὰ καταλάβω, πὼς σίγουρα πρόλαβαν ἡ Μονὴ Γρηγορίου καὶ τὰ ἄλλα κελλιὰ καὶ κάλεσαν, ἀπὸ μῆνες ἴσως πιὸ μπροστά, τοὺς ἀρίστους καὶ ὀνομαστοὺς πρωτοψάλτας, ἀφοῦ τόσα πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ οἱ ναοί των τιμῶνται ἐπ' ὀνόματι τοῦ θαυματουργοῦ ἁγίου, καὶ τώρα ξέπεσε ἡ Σταυρονικήτα σὲ μένα.
Δὲν λησμονεῖται ἐκείνη ἡ ἀγρυπνία. Ἀπὸ δεξιὰ ἔψαλλαν οἱ τῆς Καρυώτικης συνοδείας τῶν Ἰωασαφαίων, ὁ διάκος Ἰωάσαφ (Μορφούτσικος Ἀνακρέων τοῦ Φωτίου ἐκ Σάμου, γέν. 1910, προσ. 1928, κουρ. 1930, κοίμ. 1993) δηλαδή, μὲ ἐκείνη τὴν ἐντυπωσιακὰ ἀνδροπρεπῆ καὶ δυνατὴ φωνή του, μὲ τὴν ἄφθαστη μουσικὴ κατάρτισι καὶ τὸν ἀμίμητο ρυθμό του, καὶ δίπλα του ὁ παραδελφός του διάκο Ἀγαθάγγελος (Συρόπουλος Παναγιώτης τοῦ Μιχαὴλ ἐκ Θάσου, γέν. 1924, προσ. περὶ τὸ
1939, κουρ. 1942, κοίμ. 1974), πιὸ γλυκύφθογγος ἴσως ἀλλὰ πάντα δεύτερος καὶ ἰσοβίως βοηθὸς τοῦ πρώτου, ἀφοῦ συνέβαινε νὰ εἶναι τόσο ὑπέρτερος ἐκεῖνος σὲ θάρρος, ἄνεσι, τέχνη καὶ ἔντασι φωνῆς, χαρίσματα τόσο ἀναγκαῖα γιὰ τὰ Καθολικὰ τῶν Μονῶν, στὰ ὁποῖα δὲν μπαίνουν ποτὲ μικρόφωνα καὶ μεγάφωνα, καὶ μακάρι, Παναγία μου, νὰ μὴ μποῦν ποτέ.
Ἥσυχα καὶ χαμηλότονα ἄρχισε τὰ «Ἀνοιξαντάρια», μὲ συνέπεια νὰ μὲ δυσκολεύη τὸ ἴσο, καθὼς ὑψίφωνος. Βούιξε ὅμως τὸ Καθολικὸ καὶ συνετέλεσε στὸ νὰ ἀποτινάξουν ὅλοι κάθε νυσταγμὸ μὲ τὸ «Πάντα ἐν σοφίᾳ» του, κάνοντας τὸν Γὰ Νὴ καὶ ἀνεβάζοντας ἔτσι τὸ ἴσο κατὰ τρεῖς «φωνές», σύμφωνα μὲ τὴν καθιερωμένη συνήθεια. Διὰ μιᾶς στράφηκαν τὰ βλέμματα ὅλων πρὸς τὸ πρόσωπό του. Τοὺς συνήρπασε, τοὺς ἐνθουσίασε, τοὺς κατέθελξε καὶ συνήγειρε τὶς σκέψεις καὶ τὰ συναισθήματά τους μὲ τὸ ἰδιάζον ὕφος του καὶ τὴν φωνητικὴ ἀπόδοσί του.
Δὲν αἰσθάνθηκα καλά. Κοίταξα ἐναγωνίως, τριγύρω, μήπως, σὲ κάποιον ἀπὸ ὅσους γνώριζα, θὰ μποροῦσα νὰ παραχωρήσω τὸ στασίδι μου καὶ νὰ πάω νὰ τρυπώσω κάπου προφασιζόμενος ὁτιδήποτε, ἀρκεῖ νὰ γλύτωνα ἀπὸ τὸ δύσκολο τῆς θέσεώς μου καὶ ἀπὸ τὸ ἀγωνιῶδες σφυροκόπημα τῆς καρδιᾶς μου. Τί ἐγωισμὸς καὶ βλακεία νὰ πιστέψω πὼς ἤμουν ἄξιος γιὰ τέτοια ἐκπροσώπησι καὶ εὐθύνη! Δὲν ἀνακάλυψα ὅμως κανέναν, καὶ ὁ διάκος Ἰωάσαφ τελείωνε ἀπ' τὰ δεξιά. Τὸ «τραβοῦσε» ἡ ψυχή σου κι ἂς παρίστανες πάντοτε τὸν ταπεινό. Τώρα μπῆκες στὸ χορό· θὰ χορέψης, ἔστω καὶ ἂν γίνης ρεζίλι· εἶπα μέσα μου. Ἔκανα τὸ σταυρό μου καὶ ἄρχισα τὸ «Καὶ νῦν»....
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Πόθος καὶ Χάρις στὸν Ἄθωνα»,
ἐκδ. Ἅγιον Ὄρος, 2000.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου