Χορός Βυζαντινῆς Ἐκκλησιαστικῆς Μουσικῆς «Ψαλτικόν Σύναγμα»

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2019

Σεμινάριο Φωνητικής II (Φωτογραφίες)

2ο Σεμινάριο Φωνητικής
του Χορού Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής "Κλίμαξ"

με εισηγητή τον βραβευμένο τραγουδιστή, τραγουδοποιό, παραγωγό και καθηγητή Φωνητικής, Γιάννη Παπαγιαννίδη (John Jeff Touch)


Μετά την πρώτη απόπειρα γνωριμία του Χορού Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής "Κλίμαξ" με την Φωνητική, χθες (17η Νοεμβρίου 2019) επαναλήφθηκε με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία το 2ο Σεμινάριο Φωνητικής με προσκεκλημένο εισηγητή τον βραβευμένο τραγουδιστή, τραγουδοποιό, παραγωγό και καθηγητή Φωνητικής, Γιάννη Παπαγιαννίδη, γνωστό στο ευρύτερο κοινό με το καλλιτεχνικό του όνομα, John Jeff Touch.

Το 2ο Σεμινάριο πραγματοποιήθηκε στον ανακαινισμένο χώρο του Πνευματικού Κέντρου του Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου και Αγ. Αναργύρων Διαβατών Θεσσαλονίκης, του οποίου τον προϊστάμενο, π. Κωνσταντίνο Κάβελα, ευχαριστούμε για την φιλοξενία. Διήρκησε περί τις τέσσερις ώρες και η προσέλευση του κοινού ήταν ενθαρρυντική για αντίστοιχες προσπάθειες στο μέλλον. Σημαντική ήταν η παρουσία κυρίως παιδιών και εφήβων, μαθητών των Τμημάτων "Ψαλτικής Τέχνης και Βυζαντινής Μουσικής" του Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου Διαβατών και του "Πολυάνειου Μουσικού Εργαστηρίου" Αγ. Αθανασίου Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά στον εισηγητή, πρόκειται για έναν πολλά υποσχόμενο τραγουδιστή και παραγωγό, ο οποίος, παρά το γεγονός της μικρής του ηλικίας, έχει διακριθεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ασχολείται κυρίως με την ροκ και την ποπ-ροκ μουσική, αλλά η γνώσεις του στη Φωνητική τον έχουν κάνει γνωστό σε έναν ευρύ ψαλτικό κύκλο στη Θεσσαλονίκη και την εν γένει Κεντρική Μακεδονία. Διδάσκει σύγχρονο τραγούδι στο "Σύγχρονο Ωδείο Θεσσαλονίκης" και είναι μουσικός παραγωγός της WA-Records, έχοντας πολλές επιτυχημένες δισκογραφικές εργασίες. 

Αρχικά, ανοίγοντας το 2ο Σεμινάριο Φωνητικής επικεντρώθηκε στην ανάγκη του να γνωρίζει κάποιος το φωνητικό του όργανο, πώς να το χρησιμοποιεί αλλά και στη βοήθεια που μπορεί να προσφέρει η Φωνητική στον ψάλτη. Όπως υπογράμμισε, ο ψάλτης επιτελώντας ένα έργο πολυεπίπεδο αντιμετωπίζει ποικίλες δυσκολίες και η φωνή δε θα πρέπει να είναι μία από αυτές. Θα πρέπει να ψάλλει ανεμπόδιστα χωρίς φόβο, δισταγμό και πιέσεις για να μπορεί να αναπαύσει το ακροατήριο του δίνοντάς του την ευκαιρία να προσευχηθεί.

Εν συνεχεία, δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη λειτουργία της φωνής και πως αυτή επιτυγχάνεται, αναλύοντας τη διαδικασία της αναπνοής, μελετώντας τα ηχεία του σώματος και παρουσιάζοντας ασκήσεις εισπνοής και εκπνοής, ζεστάματος, χαλάρωσης της μάσκας του προσώπου κ.ά. Το ενδιαφέρον του κοινού κέντρισαν οι διατροφικές συμβουλές, καθώς και εκείνες που αφορούσαν την πρόληψης και καταπολέμηση ασθενειών της φωνής αλλά και τη διαχείρισή της σε περίοδο ασθένειας.

Η μεγάλη προσέλευση εφήβων και παιδιών έδωσε την ευκαιρία να συζητηθούν πολλά θέματα που τους αφορούν, κυρίως όμως το κομμάτι της Μεταφώνησης. Οι καταιγιστικές ερωτήσεις των νεαρών ψαλτών και ψαλτριών δεν έφεραν σε δύσκολη θέση τον εισηγητή, ο οποίος απάντησε σε όλες αφήνοντας ευχαριστημένο το νεανικό του κοινό.

Ακολούθησαν ερωτήσεις πάσης φύσεως που διευκόλυναν το ακροατήριο να εκφράσει ανησυχίες και προβληματισμούς, προσφέροντας εποικοδομητικό διάλογο αλλά και στιγμές γέλιου.














Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Αργή Δοξολογία, ήχος Βαρύς Εναρμόνιος, εκ του Γα (Άγγελου Σέφκα)

Αργή Δοξολογία, ήχος Βαρύς Εναρμόνιος, εκ του Γα, 
Άγγελου Σέφκα

επί τη βάσει της εξήγησης της Αργής Δοξολογίας του Ιερέως και Νομοφύλακος Μπαλάση, όπως εξηγήθηκε από τον καθηγητή Βυζαντινής Μουσικολογίας 
Ιωάννη Αρβανίτη.


Η παρούσα αργή δοξολογία συνετέθη με βάση την ομόηχη δοξολογία του μεγάλου μελουργού Μπαλάση. Βέβαια, ο μελοποιός φαίνεται να δανείζεται θέσεις και από την αργή δοξολογία σε ήχο βαρύ εναρμόνιο, εκ του Ζω, του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος. Ο λόγος της σύνθεσης της έγκειται στην μη χρήση όμοιων αργών δοξολογιών σε ήχο βαρύ εναρμόνιο, εκ του Γα, αλλά και στην απλούστευση και καλύτερο τονισμό, ορισμένων θέσεων, αυτής του Μπαλασίου. Μάλιστα, η επανάληψη κοινών γνωστών θέσεων δίνει την ευκαιρία στους ψάλλοντες να μπορούν εύκολα να την αποδώσουν κατά μόνας ή από χορού. Η έκταση δεν υπερβαίνει τους φθόγγους Νη και Πα', ενώ λίγοστές είναι και οι αλλαγές των ήχων. Τέλος, απουσιάζει ένα εκτενές ασματικό, καθώς επαναλαμβάνεται το τρισάγιο με κατάληξη. Τα σχόλια, οι παρατηρήσεις και οι διορθώσεις είναι καλοδεχούμενα, αφού θα γίνουν προς βελτίωση του ψάλλειν, άρα προς δόξαν Θεού.


Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Γρ. Στάθης, Η “Υπεροχή” της Βυζαντινής Μουσικής Έναντι της Ευρωπαικής και η Σχέση της με την Δημοτική Μουσική

Γρ. Στάθης, Η “Υπεροχή” της Βυζαντινής Μουσικής Έναντι της Ευρωπαικής και η Σχέση της με την Δημοτική Μουσική.

Το παρακάτω άρθρο του καθηγητού Βυζαντινής Μουσικολογίας και Ψαλτικής Τέχνης του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γρ. Στάθη, δημοσιεύτηκε στο 37ο Τεύχος του Περιοδικού της "Ενωμένης Ρωμιοσύνης" προς κοινήν ωφέλεια. Ο Καθηγητής γράφει για το κείμενό του τα εξής:
Η διατύπωση τοῦ θέματος αὐτοῦ τοῦ μικροῦ γραπτοῦ μου, μέ τονισμένο τό συγκριτικό οὐσιαστικό “ἡ ὑπεροχή”, μοῦ δόθηκε, μέ εὐγενική παράκληση, ἀπ’τόν ἀγαπητό μου καί σεβαστό πατροΚοσμᾶ, ἱερομόναχο καί νέο κτήτορα τῆς μονῆς Στομίου Κονίτσης, φίλο ἐγκαρδιακό ἀπ’τά Γυμνασιακά μας χρόνια, πού πρόσφατα ἦρθε ἐπί τοῦτο στό κανούργιο μου σπίτι, στά πατρικά μου, καί τό εὐλόγησε· κι εἶχε νά ‘ρθῆ ἀπ’τόν γάμο μου, τόν Ἰούλιο τοῦ 1972! Τίς σκέψεις μου, ἐδῶ παρακάτω, πού σχεδὸν ὅλες τοῦ τίς ἐκτύλιξα στήν εὐλογημένη αὐτή συνάντησή μας, τίς βάζω σέ μιά δημοσιεύσιμη σειρά, γιά “κοινόν ὄφελος”, καί τοῦ τίς ἀφιερώνω “προφρόνως πάνυ”.
Ο Γρ, Στάθης στη Βιβλιοθήκη της οικείας του, στη Πλατανιά Ιωαννίνων,
παρουσιάζοντας τη συλλογή των μικροφίλμς.
(Επίσκεψη 2018)
Και παρακάτω παρατίθεται αυτούσιο το κείμενο:
Μιά πρώτη παραδοχή·
Καί ἡ Ἑλληνική Ἀνατολική μονοφωνική Μουσική, ὡς Βυζαντινό Μέλος, μετά τήν μεταφορά τῆς ἕδρας τῆς πρωτεύουσας τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας στήν Κωνσταντινούπολη, καί ἡ Εὐρωπαϊκή Δυτική μονοφωνική Μουσική, μέ κέντρο τήν Ρώμη, ὡς Γρηγοριανό Μέλος κυρίως, εἶναι δυό ἀρχαιότατες, παραμόνιμες καί διαχρονικά σεβάσμιες μουσικές παραδόσεις στόν ἱερό χῶρο τῆς χριστιανικῆς λατρείας, στήν Ὀρθόδοξη Ἀνατολική Ἐκκλησία καί στήν Δυτική Καθολική Ἐκκλησία, ἀντίστοιχα. Καί εἶναι μονοφωνικές καί οἱ δυό, γιατί ἡ σχέση τους εἶναι συγγενική πρώτου βαθμοῦ: μάννας καί θυγατέρας. Τό πόσα στοιχεῖα εἶναι κοινά καί ποιά ὡς προίκα πῆρε ἡ Δυτική–Εὐρωπαϊκή ἀπ᾿ τήν Ἑλληνική δέν μπορεῖ νά ἀναπτυχθῆ τώρα ἐδῶ. Μονοφωνική Ψαλτική Μουσική εἶναι, κατά υἱοθεσία τῆς Ἑλληνικῆς–Βυζαντινῆς, καί ἡ παντοιόγλωσση ἄλλη μουσική τῆς λατρείας τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν ἀνά τήν Οἰκουμένη. Καί ἀντίστοιχα, μονοφωνική μουσική εἶναι καί ἡ ἄλλη μουσική τῆς λατρείας ἄλλων ἐθνῶν τοῦ κόσμου, πού κατά τό δόγμα ἀνήκουν στήν Δυτική Καθολική Ἐκκλησία. Μονοφωνικές, κατά βάση, εἶναι καί οἱ μουσικές τῶν ἐξωχριστιανικῶν ἄλλων διαφόρων θρησκευμάτων καί τύπων λατρείας. Ἐδῶ πρέπει νά τονισθῆ, ὅτι ἡ διάκριση τοῦ κόσμου σέ Ἀνατολικό καί Δυτικό, ἰσχύει σχεδόν ἀπόλυτα καί γιά τήν Μουσική. Ἡ Μουσική τοῦ ἀνατολικοῦ κόσμου, ἀπ᾿ τήν Ἑλλάδα καί ἀνατολικά, δηλαδή Ἑλληνική–Βυζαντινή Μουσική, Ἑβραϊκή, Περσική, Ἀραβική, Ἰνδική, Κινεζική, Ἰαπωνική κ.ἄ., εἶναι μονοφωνική. Ἡ Μουσική τοῦ δυτικοῦ κόσμου, μέ βάση τόν Εὐρωπαϊκό πολιτισμό, εἶναι πολυφωνική. Αὐτός ὁ εὐρωπαϊκός πολιτισμός, ὡς αὔρα, τάχα, ἐξευρωπαϊσμοῦ, φτάνει καί στήν ὀρθόδοξη Ἀνατολή καί ἐπηρεάζει, σχεδόν ἄκριτα πάντοτε, καί τήν μουσική τῆς ὀρθόδοξης λατρείας.
Μιά δεύτερη παραδοχή·
Ἡ Βυζαντινή Μουσική, ὡς Ἑλληνική Ψαλτική Τέχνη στόν χῶρο τῆς λατρείας καί ἡ Δημοτική Μουσική, καί ἄς περιορίσουμε ἐδῶ μόνο τήν Ἑλληνική, ὡς παραπληρωματική ἔκφραση τῶν συναισθημάτων τῶν ἀνθρώπων, στόν ἐξω–ἐκκλησιαστικό χῶρο, ἀποτελοῦν τίς δυό ἀδελφές ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος. Καί τό θεωρητικό σύστημα δομῆς τῶν πολλῶν καί ποικιλωνύμων τροπαρίων καί τῶν πολλῶν, πάλι, καί παντοειδῶν τραγουδιῶν καί χορευτικῶν σκοπῶν, καί τό σημειογραφικό σύστημα καταγραφῆς καί παραδόσεώς τους εἶναι τό ἴδιο, τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς. Δέν ὑπάρχουν δυό Θεωρητικά γιά τούς δυό αὐτούς κλάδους τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς· μόνο ἕνα καί τό ἴδιο, τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης. Κι εἶναι αὐτός ὁ κλάδος, ὁ ἐκκλησιαστικός, πού ἀναπτύχθηκε καί ἔφτασε σέ κορυφαῖες κατακτήσεις. Βέβαια, ὑπάρχουν κατά τόπους καί ἐντόπια ἰδιώματα καί ξενόφερτες μουσικές παραδόσεις, κατά τόν ἄγραφο νόμο τῆς ἀλληλοεπιδράσεως.
Τρίτη παραδοχή·
Ἡ Δυτική πολυφωνική μουσική, καί συνήθως ἐνόργανη, στήν Καθολική Ἐκκλησία καί τίς Ἐκκλησίες τῶν Διαμαρτυρομένων, ἀπ᾿ τήν ἐποχή τῆς λεγομένης Ἀναγεννήσεως κυρίως, ὅπως καί ἡ ὀρθόδοξη Ρωσσική πολυφωνική μουσική τῶν αἰώνων ιζ΄–κ΄, εἶναι μιά ὑψηλή τέχνη τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος μέ ἀνεπανάληπτες κορυφώσεις κι ἀποτελεῖ ἕνα μεγάλο τμῆμα τοῦ ὅλου Δυτικοῦ Μουσικοῦ Πολιτισμοῦ. Ἡ πίστη καί ἡ εὐλάβεια καί ἡ μεγαλοφυΐα τῶν δημιουργῶν της προσδίδει στήν μουσική αὐτή τό ἰδιαίτερο θρησκευτικό καί ἀναγωγικό ἦθος καί ὕφος της, ὅταν πρόκειται γιά τήν μουσική τῆς λατρείας.
Κι ἕνα – δυό ἀξιώματα·
Ἡ Μουσική, ὡς καλή Τέχνη γενικά, εἶναι συνακόλουθη τῆς ὅλης πολιτισμικῆς ἀναπτύξεως κατά τά μεγάλα γεωγραφικά τμήματα –Ἠπείρους καί ἐπί μέρους Κράτη–, τῆς ἀνθρωπότητος. Καί ἡ μουσική τῆς λατρείας, ὡς ζωντανή τέχνη πού συνακολουθεῖ τήν ζωή τῶν ἀνθρώπων καί τίς τρέχουσες πολιτισμικές ἐξελίξεις, ἐκφράζει τό γενικότερο πολιτισμικό καί θρησκευτικό πνεῦμα τοῦ κάθε τόπου καί τῆς κάθε ἐποχῆς, μέ ἀναλλοίωτα βέβαια τά βασικά καί παραμόνιμα στοιχεῖα της, ἀλλά καί μέ ἐμφανῆ τά σημάδια ἐξελίξεώς της πάντοτε. Ἡ λατρευτική μουσική δέν εἶναι στατική, ἀλλά ἀείζωη παράδοση καί δύναμη γιά καινούργια δημιουργία. Κι ἀκόμα· ἡ μουσική στήν λατρεία «εἶναι μέσο, κι ὄχι σκοπός· ἀπ᾿ τήν χρήση ὅμως αὐτοῦ τοῦ μέσου, τήν καλή ἤ τήν κακή, ὠφελοῦνται ἤ ζημιώνονται οἱ ψυχές τῶν πιστῶν καί ἐπιτυγχάνονται ἤ ματαιώνονται οἱ ἱεροί σκοποί τῆς Ἐκκλησίας», ὅπως σοφά διατύπωσε ὁ διδάχος μακαριστός Μητροπολίτης Σερβίων καί Κοζάνης κυρός Διονύσιος Ψαριανός. Ἐγώ λέω πώς “πρέπει νά ψέλνουμε σάν νά πρόκειται κάθε φορά μέ τό ψάλσιμό μας νά προκαλοῦμε τό θαῦμα τῆς σωτηρίας μας· νά εὐαρεστῆται ὁ Θεός καί νά μᾶς σώζη! Ἔτσι δέν ἔσωσε καί τούς τρεῖς Παῖδες στήν κάμινο τοῦ πυρός; Τούς ἔσωσε γιατί ἔψελναν! Τό λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος· «… ἐσώθησαν ὅτι ὕμνουν· ᾐδέσθη τήν προθυμίαν αὐτῶν τό πῦρ, ὕστερον ᾐδέσθη καί τήν ᾠδήν τήν θαυμαστήν ἐκείνην καί τούς ὕμνους» [Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους, Λόγος Η΄, 9 ~ Βλ. Γρ. Στάθη, Ἐρωταποκρίσεις τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης …, σσ. 208–209]”.
 Εἰδικότερα, γιά τήν μονοφωνική Βυζαντινή Μουσική·
Τό μέλος, ὡς ἔνδυμα τοῦ λόγου γιά τήν ἐμμελῆ ἐκφορά του, στήν “καθ᾿ ἡμᾶς” Ἀνατολή εἶναι τό Ἑλληνικό, τό γνωστό ὡς Βυζαντινό. Ἡ μουσική αὐτή τῶν Βυζαντινῶν, ὡς θυγατέρα τῆς μουσικῆς τῶν προγενεστέρων Ἑλλήνων, εἶναι συνέχεια τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, μέ διαφοροποιήσεις καί φυσιολογική ἐξέλιξη καί ἀνάπτυξη. Καί ἡ μουσική τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καί ἡ μουσική τῶν βυζαντινῶν Ἑλλήνων ἦταν, καί εἶναι, μονοφωνική. Ἡ μελωδία –λόγος καί μέλος– ὑφαίνεται “συντόνως τεθηγμένη” μέσα στό βασικό σύστημα διαστημάτων, τό τετράχορδο, πού εἶναι γνωστό ὡς “τρόπος” στήν ἀρχαία Ἑλληνική Μουσική καί ὡς “ἦχος”– τρόπος, ἐξ οὗ τά ποικιλώνυμα τροπάρια, στήν Βυζαντινή Μουσική. Στό τετράχορδο δέν χωράει ἁρμονική συνήχηση δυό, τριῶν ἤ τεσσάρων φωνῶν, διαφορετικῶν κατά τήν ὀξύτητά τους, γιατί προκαλεῖται συμφυρμός καί ἀφανισμός τοῦ λόγου.
Τό θεωρητικό μουσικό σύστημα, ἀρχαιοελληνικό καί βυζαντινό, εἶναι, στά βασικά στοιχεῖα, τό ἴδιο. Ἀλφαβητική ἦταν ἡ σημειογραφία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς Μουσικῆς, ἀπότοκη τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφαβήτου εἶναι, κατά τά μέσα τοῦ ι΄ αἰῶνα, καί ἡ σημειογραφία τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, τῆς λεγομένης Βυζαντινῆς Μουσικῆς. Ἐπιμένω σ᾿ αὐτήν τήν σημειολογία, γιατί τό ἀλφάβητο τῶν γραμμάτων ἀπ᾿ τήν φύση του ἔχει μονοφωνικό ἄκουσμα. Κι ὅταν ἀναγινώσκη ἕνας ἕνα κείμενο κι ὅταν τό ἴδιο κείμενο ἀκούεται σέ κοινή ἐκφώνηση ἀπό πολλούς, τό ἄκουσμα εἶναι μονοφωνικό. Κι ὅταν ψάλλη ἕνας ἀπ᾿ τήν σημειογραφία τῆς Ψαλτικῆς κι ὅταν ψάλλουν πολλοί τό ἄκουσμα πάλι εἶναι μονοφωνικό. «Καί ὁ ψάλλων ψάλλει μόνος, κἄν πάντες ὑπηχῶσιν ὡς ἐξ ἑνός στόματος ἡ φωνή φέρεται» μαρτυρεῖ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος [Ὁμιλία λστ΄ εἰς Α΄ Κορινθίους, PG 61, 315c] γιά τήν λατρειακή μουσική τοῦ καιροῦ του, τά τέλη τοῦ δ΄ αἰῶνα.
Ἡ μονοφωνία στήν λατρεία τονίζει τήν προσωπική πληρότητα τοῦ καθένα πιστοῦ. Κι ὅλη ἡ πλουσιώτατη καί ποικίλη καί πολυώνυμη Ἑλληνική Ὑμνογραφία ἔχει προσωπικό ὕφος. Ὁ κάθε ὑμνογράφος, ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας οἱ περισσότεροι πού εἶχαν βιωματική σχέση μέ τόν Θεό, ἀπευθύνει, κατά τίς ὑψηλές ἐμπνεύσεις του, τούς ὕμνους στόν Θεό καί τούς ἁγίους του ὡς “ἐνώπιος ἐνωπίῳ”. Κι ὁ ψάλτης, καί τιμοῦνται πάλι μερικοί ὡς ἅγιοι, μελωδεῖ αὐτούς τούς θεσπέσιους ὑμνογραφικούς λόγους καί τούς κατευθύνει “ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ” πάλι μόνος. Γενικά, ὁ πιστός ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνάγκη κι ἕναν δεύτερο ἤ κι ἕναν ἄλλον ἤ καί ἕναν τέταρτο, γιά νά κάνουν “χορωδία τετράφωνη” γιά νά ἀπευθύνη αὐτός, ὁ ἕνας – ὁ μόνος τήν δέησή του στόν Θεό. Τοῦ  φτάνει ἡ φωνή του, ἡ δική του φωνή. Κι ὅταν δέν τό μπορῆ ὁ ἴδιος ἐναποθέτει τίς ἱερές ἀναφορές του στήν φωνή τοῦ ψάλτου ἤ τῶν χορῶν τῶν ψαλτῶν· κι αὐτοί, οἱ ψάλτες, δέν μποροῦν, δέν πρέπει, νά κάνουν ὅ,τι αὐτοί θέλουν τίς δεήσεις τῶν πιστῶν, ἀλλά νά τίς ψάλλουν μέ ἐκκλησιαστικό ὕφος καί ἀναγωγική διάθεση· «μήτε φωναῖς ἀτάκτοις κεχρῆσθαι καί τήν φύσιν πρός κραυγήν ἐκβιάζεσθαι, μήτε τι ἐπιλέγειν τῶν μή τῇ ἐκκλησίᾳ ἁρμοδίων τε καί οἰκείων, ἀλλά μετά πολλῆς προσοχῆς καί κατανύξεως τάς ψαλμωδίας προσάγειν τῷ τῶν κρυπτῶν ἐφόρῳ Θεῷ», ὅπως ἡ Ἐκκλησία διατύπωσε στόν ΟΕ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης ἐν Τρούλλῳ Συνόδου τό 691.
Ποιό εἶναι τό “ἐκκλησιαστικό ὕφος” τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς καί πῶς ἐκφέρεται μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο ἡ κατάνυξη καί ἡ χαρμολύπη, πού αὐτές κανονάρχησαν τό ποίημα, τόν ποιητικό λόγο, ἀλλά καί τό μέλος τῶν παντοίων ψαλμῶν καί τροπαρίων τῆς ὀρθόδοξης λατρείας, τά ἔσωσε ἡ κατά παράδοση νυχθήμερη ψαλμώδηση μιᾶς δυσχιλιετίας τώρα στόν ἁγιασμένο χῶρο τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, σέ πόλεις καί σέ Μοναστήρια, καί “ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς”, καί τά κατέγραψε μέ τήν σημειογραφία καί τά διέδωσε μέ περίπου 9.000 χειρόγραφους κώδικες ἡ φιλοτιμία τῶν ψαλτῶν καί κωδικογράφων “εἰς κοινόν ὄφελος”. Ἔγραψα, πρίν ἀπό μιά σχεδόν πεντηκονταετία, μέ τήν ἰκμάδα τῆς νειότης καί τοῦ ζήλου, –πού δέν μοῦ ἀπέλιπαν ἀκόμα–, καί μέ συγκίνηση τά φέρνω μπροστά μου καί τώρα πού μιλάω γιά τήν μονοφωνική μουσική καί τήν πληρότητα τοῦ καθένα ἀνθρώπου πού αὐτή τονίζει καί ἀναδεικνύει: «Ἡ κατανυγμένη ψυχή εἶναι μόνη της καί ξεχειλίζει εὐκολότερα τό θρηναγάλλιασμά της μελωδικά παρά ἁρμονικά. Ἡ μελωδία εἶναι προσωπική· ἡ ἁρμονία εἶναι ὁμαδική. Κλαῖς καί παρακαλεῖς, εὐχαριστεῖς καί δοξάζεις μόνος σου κι ἡ βυζαντινή μουσική ντύνει καί χρωματίζει “τήν φωνήν τῆς δεήσεώς σου” ἀνάλογα καί τήν κατευθύνει “ὡς θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ”. Ἕνα μέλος μιᾶς [χορωδίας] πολυφωνικῆς μουσικῆς δέν νοιώθει ποτέ πληρότητα κι ἀνεξαρτησία καί δέν παίρνει εὔκολα τήν προσευχή σάν προσωπική ὑπόθεση …» [βλ. Βυζαντινά, τόμος 4ος, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 405].
Ὁ πλοῦτος τῆς Ἑλληνικῆς–Βυζαντινῆς Ὑμνογραφίας, πλοῦτος πού μόνο ὡς πέλαγος καί ὠκεανός μπορεῖ νά γίνη κατανοητός στίς πραγματικές του διαστάσεις, καί ἡ μελώδησή του, τό πολύπτυχο μουσικό ἔνδυμά του, εἶναι καί ὁ παράλληλος μέ τόν τονισμό τῆς προσωπικῆς πληρότητος τοῦ καθενός μας, βασικός λόγος γιά τήν ἐπικράτηση τῆς μονοφωνικῆς μουσικῆς στήν λατρεία. Δέν θά ἦταν δυνατό νά εἰσαχθοῦν καί καθιερωθοῦν στήν λατρεία καί νά βροῦν χῶρο στά ἐν χρήσει λειτουργικά βιλία τόσα ὑμνογραφήματα, ἐνταγμένα στίς διάφορες Ἀκολουθίες καί τούς διαφόρους καιρούς τῶν Ἀκολουθιῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου, ἄν ψάλλονταν ἀπό πολυφωνικούς χορούς ψαλτῶν. Αὐτό τό μαρτυρεῖ τό Γρηγοριανό Μέλος, πού ὡς καθιερωμένο χωράει μόνο σ᾿ ἕνα βιβλίο! στό πολυσέλιδο, βέβαια, Liber Usualis. Καί τοῦτο γιατί τό περιεχόμενό του, γιά τίς διάφορες Ἀκολουθίες εἶναι κατά βάση οἱ ψαλμοί καί ἄλλοι βιβλικοί ὕμνοι ἤ στίχοι ἀπ᾿ τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη. Δέν ὑπάρχει ἐκεῖ ὁ ποταμός ὁ ἕνας ὁ ἀείρροος τῶν πολλῶν ἑκατοντάδων καί χιλιάδων Κανόνων τῆς Ἑλληνικῆς Ψαλτικῆς, κι ὁ ποταμός ὁ ἄλλος ὁ μεγάλος καί ἀστείρευτος τῶν Ἰδιομέλων καί Προσομοίων τροπαρίων! σέ ὅλους τούς ἤχους καί τά κλαδικά μέλη τῶν ἤχων!
Καί στήν πολυφωνική ἐκκλησιαστική μουσική δέν εἶναι δυνατό νά χωρέση πολύς λόγος καί δέν εἶναι δυνατό νά τονίζωνται καί χρωματίζωνται τά διάφορα λεπτά νοήματα μέ τούς τετράφωνους φωνητικούς ὄγκους σ᾿ ἕνα μεγάλο φωνητικό εὖρος, πού σχεδόν καταντᾶ μονότονο καί καταστρέφει καί ἰσοπεδώνει τήν ἔκφραση. Σ᾿ αὐτές τίς περιπτώσεις τό μουσικό ἁρμονικό κάλλος εἶναι ξέχωρο ἀπ᾿ τόν λόγο· ἡ προσομιλία μέ τόν Θεό καί ἡ ἀναφορά μέ τόν λόγο εἶναι μόνο ὑποστηρικτική τοῦ ἁρμονικοῦ μουσικοῦ ὄγκου· ἡ προσωπική ἔκφραση καί συγκίνηση καί ἀνύψωση τῆς ψυχῆς ὑποχωρεῖ, καί προβάλλεται τέρψη μᾶλλον ἀκουστική, ἀρεστή, βέβαια, στούς εἰθισμένους μέ αὐτήν τήν πολυφωνική ἔκφραση. Πάντως, τό συναμφότερο –λόγος καί μέλος– στήν ὀρθόδοξη λατρεία, ὅπως τό ἀναμέλπει ἡ Ψαλτική Τέχνη, εἶναι ὕψιστη τέχνη καί θησαύρισμα τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος καί πολιτισμοῦ, κι εἶναι, στόν χῶρο τῆς λογικῆς λατρείας, ἔκφραση αἰωνιότητος. “Ἡ ἔκφραση αὐτή δηλοποιεῖ τήν βέβαιη καί ἀμετάθετη πίστη καί μαζί τήν κοινωνία τῶν πιστῶν. Μέ τήν ψαλτή λατρεία μποροῦν οἱ πιστοί νά γεύωνται ἀπ᾿ τήν γῆ τούς οὐρανούς”. Αὐτός εἶναι ὁ δικός μας, ὁ Ἑλληνικός Μουσικός Πολιτισμός, πού τόν δημιούργησε ἡ θεοσέβεια μέ τό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Κι ἀκόμα εἰδικότερα, γιά τήν σχέση τῆς Βυζαντινῆς καί τῆς Δημοτικῆς Μουσικῆς·
Πρόφτασα καί προέταξα στό προοίμιο, ὡς “μιά παραδοχή” ὅτι ἡ βυζαντινή ἐκκλησιαστική καί ἡ ἐξω–ἐκκλησιαστική δημοτική μουσική ἀποτελοῦν τίς δυό ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, δηλαδή τῆς διαχρονικῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς. Τό θέμα τῶν σχέσεων, τῶν ὁποιονδήποτε, εἶναι πάντοτε μεγάλο καί κάποιες φορές καί πολύπλοκο. Στήν περίπτωση ἐδῶ τῆς μουσικῆς ταυτότητος εἶναι μᾶλλον ἁπλό· κι εἶναι ἁπλό γιατί ἐκπορεύεται ἀπ᾿ τόν ἴδιον ἄνθρωπο καί ἀφορᾶ στόν ἴδιον αὐτόν ἄνθρωπο. “Οἱ δυό αὐτοί κλάδοι τῆς ἐθνικῆς μας μουσικῆς ἀφοροῦν στό ἴδιο ἄτομο καί θεραπεύουν παραπληρωματικά τίς ἀνάγκες τῆς ψυχῆς. Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος πού ψέλνει ἤ ψελλίζει τά τροπάρια μέσα στήν ἐκκλησιά, εἶναι ὁ ἴδιος πάλι πού ἔξω στόν αὐλόγυρο τῆς ἐκκλησιᾶς ἤ τοῦ ἐρημοκκλησιοῦ χορεύει καί τραγουδάει ὑπακούοντας στά σκιρτήματα τῆς καρδιᾶς του γιά τίς χαρές τῆς ζωῆς”.
Πέρ᾿ ἀπ᾿ αὐτή τήν γενική διαπίστωση ταυτότητος, μποροῦν ν᾿ ἀνιχνευθοῦν καί ἄλλες ταυτοποιήσεις·
α) ὅτι ἔχουν κοινή λειτουργικότητα καί ἀποβλέπουν στούς ἴδιους στόχους, κυρίως “στήν ἔκφραση τῶν συναισθημάτων πού πλημμυρίζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου στίς χαρές καί τίς λύπες τῆς ζωῆς, στούς καϋμούς τῆς ἀγάπης καί τοῦ θανάτου”·
β) ὅτι συνυπάρχουν καί λειτουργοῦν στόν ἴδιο χῶρο, ἀφοῦ στούς ναούς, στούς νάρθηκες ἤ ἐξωνάρθηκες, καταγράφονται σκηνές διασκεδάσεως μέ ὄργανα καί χορούς, στήν περίπτωση τῆς εἰκονογραφήσεως σχετικῶν βιβλικῶν γεγονότων, καί σέ σπίτια καί κοινά γλέντια γίνονται τραγουδιστικές ἀναφορές στήν Παναγιά, τόν Χριστό, τούς ἀγγέλους· λειτουργοῦν δηλαδή σέ κοινό καί γνώριμο περιβάλλον·
γ) ὅτι ὑπάρχει ἰσοκράτημα στήν ψαλμωδία τοῦ ψάλτου κι ὑπάρχει ὁ βοηθός στόν τραγουδιστή πού μέ τήν φωνή του ἤ τό λαγοῦτο του τοῦ κρατάει τόν “ἀχό”·
δ) ὅτι ἔχουμε στήν Ψαλτική τοπικές παραδόσεις, ὅπως “ἁγιοσοφίτικον”, “πολίτικον”, “θεσσαλονικαῖον”, “ἁγιορείτικον”, κι ἔχουμε καί τά “ἠπειρώτικα”, τά “μωραΐτικα”, τά “θρακιώτικα”, τά “πολίτικα”, τά “νησιώτικα”, τά “κρητικά” καί ἄλλα τραγούδια καί ὀργανοπαιξίματα.
Οἱ δυό παράλληλες καί συνάλληλες αὐτές μουσικές παραδόσεις ἔχουν καί ἐσωτερικές, δηλαδή στήν ὀργανική τους δομή, βασικές ὁμοιότητες.
α) Καί οἱ δυό στηρίζονται στήν μελοποιΐα, καί ἀναπτύσσονται μέσα στήν πολυηχία, μέ βασικό ἠχητικό κορμό τήν Ὀκτωηχία.
β) Καί οἱ δυό εἶναι μονοφωνικές μουσικές, γιατί ἡ μονοφωνία εἶναι ἡ πληρέστερη ἔκφραση τῶν συναισθημάτων τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου.
Κι ἔχουν, βέβαια, καί βασικές διαφορές, πού ἀπορρέουν ἀπ᾿ τόν σκοπό τῆς λειτουργίας τους καί τό ἦθος καί τό ὕφος τους. Σκοπός τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς εἶναι ἡ δημιουργία τῆς κατανύξεως γιά ἀνύψωση καί καλύτερη προσομιλία μέ τόν Θεό· σκοπός τῆς δημοτικῆς μουσικῆς εἶναι ἡ εὐθυμία καί ἡ χαρά, ἤ τό μοιρολόγημα καί ἡ ἐκτόνωση ἀπ᾿ τήν λύπη, ἀντίστοιχα μέ τόν ἐπιτάφιο θρῆνο καί τά σταυροθεοτοκία τροπάρια.
Οἱ βασικές διαφορές εἶναι οἱ ἀκόλουθες δυό-τρεῖς·
α) ἡ ψαλτική μουσική εἶναι ὅλη γραπτή, ἐνῶ ἡ δημοτική μουσική ἦταν μέχρι πρίν ἀπό ἕναν αἰῶνα ἄγραφη·
β) ἡ δημοτική μουσική χρησιμοποιεῖ ὄργανα, ἐνῶ αὐτά ἀπαγορεύονται στήν λατρευτική μουσική·
γ) τά δημοτικά τραγούδια χρησιμοποιοῦν στίχους μέ συγκεκριμένα μέτρα καί ἄρα ἡ μουσική ἔχει μιά σταθερή περιοδικότητα ρυθμοῦ, ἐνῶ αὐτό δέν συμβαίνει, ἐκτός ἀπό λίγες περιπτώσεις, στό ἐκκλησιαστικό μέλος πού ντύνει τήν ὑμνογραφία.
Καί δυό ἀκόμα διαφορές· ἡ ἐκκλησιαστική μουσική ἔχει ἐπωνυμία, γνωρίζουμε τά ὀνόματα τῶν ὑμνογράφων καί τῶν μελοποιῶν, ἐνῶ ἡ δημοτική μουσική εἶναι συνηθέστατα ἀνώνυμη, πού πίσω ἀπ᾿ τήν ἀνωνυμία πάντοτε κρύβεται κάποιος ψάλτης ἤ κάποιος λόγιος τῆς κάθε περιοχῆς. Ἡ ἄλλη βασική διαφορά εἶναι ὅτι ἡ ὑμνογραφία χρησιμοποιεῖ τήν καθαρή καί ἀρχαιοπρεπῆ ἑλληνική γλῶσσα, τήν γλῶσσα τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἐνῶ ἡ δημοτική τραγουδοποιΐα χρησιμοποιεῖ τήν τρέχουσα κατά τόπους καί ἐποχές ἑλληνική γλῶσσα, τήν δημοτική γλῶσσα. Καί συμβαίνει μέ τούς δυό αὐτούς κλάδους τῆς Ἑλληνικῆς Μουσικῆς, τόν ἐκκλησιαστικό καί τόν δημοτικό, αὐτό τό μέγα θαῦμα: σώζεται καί διαφυλάσσεται καί διαδίδεται ἡ ἑλληνική γλῶσσα, ἀλώβητη καί καθαρή, κατά τίς δυό διαχρονικές συνάλληλες παραδόσεις της!
Καί στό θέμα τῶν ἀλληλοεπιδράσεων, τῆς μιᾶς μουσικῆς στήν ἄλλη, καί ὡς πρός τόν λόγο καί ὡς πρός τό μέλος, μποροῦν νά παρατηρηθοῦν ἐνδιαφέροντα στοιχεῖα καί νά γίνη λόγος γιά τά κάλαντα καί τά θρησκευτικά τραγούδια πάνω σέ ἀτόφιες ἐκκλησιαστικές μελωδίες, κ.ἄ. Τ᾿ ἀφήνω στήν ἄκρη αὐτό το θέμα γιά νά μήν πάρη μάκρος αὐτό τό ἀδολέσχημά μου [Βλ. Γρ. Θ. Στάθη, «Ἡ Ψαλτική καί ἡ Δημοτική Μουσική καί ἡ σχέση ἀνάμεσά τους», Τιμή πρός τόν Διδάσκαλον, Ἀθῆναι 2001, σσ. 639–655]. Πρέπει ὅμως νά μήν παραλείψω νά τονίσω ὅτι ἡ σημειογραφία τῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, καί παλαιότερα στά μεταβυζαντινά χρόνια καί νεώτερα μέ τήν διαρρύθμισή της σέ ἀναλυτική κατά τό 1814/15 στήν Κωνσταντινούπολη κι ἐδῶθε, εὐεργέτησε τήν ἑλληνική δημοτική καί κοσμική–ἀστική μουσική, ἀλλά καί τήν ἀλλοεθνῆ ἐξωτερική κοσμική μουσική, μέ τήν καταγραφή καί διάδοσή της σποραδικά μέχρι τίς ἀρχές τοῦ ιθ΄ αἰῶνα, καί συστηματικά στήν συνέχεια μέχρι τίς μέρες μας.

Ἡ σημειογραφία τῆς Βυζαντινῆς Ψαλτικῆς Τέχνης, τό σοφό αὐτό σύστημα τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς ἀλφαβήτας ἀπ᾿ τά μέσα τοῦ ι΄ αἰῶνα, εἶναι τό φυλακτήριο τῆς ἀνάσας, κυριολεκτικά, τῶν Ἑλλήνων, ὅταν αὐτή ἐκφέρεται ὡς ἐμμελής λόγος, ὡς ψάλμα ἤ ὡς τραγούδι! Μακάριοι, ὅσοι ἀνασαίνουμε καί ψέλνουμε ἤ τραγουδᾶμε! 
Πλατανιά – Ἰωάννινα, 14-17 Δεκεμβρίου 2018.
(Πηγή: https://enromiosini.gr/orthodoxi-latreia/η-υπεροχη-τησ-βυζαντινησ-μουσικησ/)

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2019

Στρατής Μυριβήλης, "Οι Παραδόσεις του Γένους και η δύναμη της Βυζαντινής Μουσικής".

Στρατής Μυριβήλης, "Οι Παραδόσεις του Γένους και η δύναμη της Βυζαντινής Μουσικής".

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί μια ομιλία του διακεκριμένου Έλληνα Λογοτέχνη, Στρατή Μυριβήλη, που εκφωνήθηκε το 1953. Ο Λέσβιος λόγιος υπογραμμίζει τη στενή σχέση της ελληνικής ιστορίας και της Βυζαντινής Μουσικής, καυτηριάζει τα σύγχρονα προς αυτόν κακώς κείμενα και μας προτείνει να πάψουμε να είμαστε "ξεθυμασμένοι" από ελληνική και χριστιανική παράδοση.


Ο Στρατής Μυριβήλης (1890 - 1969)


"Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο αιώνας που περνάμε είναι ένας αιώνας ακατανοησίας. Αν ήμουνα ιστορικός, θα τον ονόμαζα «Αιώνα του Βαβέλ». Οι άνθρωποι έχουν μπερδέψει το νόημα των λέξεων, που επί πολλούς αιώνες εξέφραζαν μιάν ορισμένη έννοια και δεν γίνεται πια να συνεννοηθούν. Όλοι κουβαλάμε πέτρες για τον νέο πύργο της Βαβέλ, που είναι ο μηχανικός πολιτισμός μας. Μεγαλοφυής και θρασύς πολιτισμός, που χτίζει τον πύργο του ενάντια στο Θεό. Τον πύργο τον πελώριο και τρομερό, που είναι έτοιμος να σωριαστεί πάνω στα υπεροπτικά κεφάλια των κτητόρων του, και όλοι ακούμε από τώρα να τρίζουν τα ατσαλένια θεμέλια του. Ζούμε σε μιάν εποχή φουρτουνιασμένη από γεγονότα, ιδέες και πράξεις αντιφατικές, που συνταράζουν την ανθρώπινη ψυχή και την γιομίζουν πότε με φρίκη και πότε με αυτοθαυμασμό. Η ζωή και η ευτυχία των ανθρώπων είναι πια έρμαιο και παιχνίδι στα χέρια των φοβερών δυνάμεων, που ο ανθρώπινος νους αποσπά μία προς μία από απέραντο μυστήριο της Δημιουργίας του Θεού, και στο τέλος τις εξαπολύει ενάντια στην ίδια του την ύπαρξη.
Μέσα σ’ αυτή τη θύελλα του πνεύματος, του ατσαλιού και του αίματος, κάθε άτομο, όπως και κάθε έθνος, αγωνίζεται με όλα τα μέσα που διαθέτει να κρατηθεί όρθιο, να μη σαρωθεί από τον ανεμοστρόβιλο, να μην πέσει. Γιατί αλλοίμονο αν πέσει. Ξέρει τώρα από πάνω του θα περάσει ολόκληρη η αγέλη των έξαλλων ανθρώπων και των απάνθρωπων μηχανών, και θα τον λιώσει. Θα τον εξευτελίσει πρώτα ως το τελευταίο όριο της αντοχής του, και στο τέλος θα τον εξαφανίσει.

Όμως ένας άνθρωπος, ένας λαός, ένα έθνος, δεν εξαφανίζεται μονάχα με τη φωτιά και με το σίδερο. Δεν εξαφανίζεται μονάχα με το χάσιμο της ζωής του. Εξαφανίζεται πιο σίγουρα, πιο τελειωτικά με το χάσιμο της ψυχής του. Της ψυχής του της ατομικής, της ψυχής του της ομαδικής. Χάνω την ψυχή μου θα πει: χάνω την ουσιαστική μου ύπαρξη. Χάνω την αίσθηση της ατομικής μου τέλειας ψυχοπνευματικής σύνθεσης, που αποτελεί ένα μόριο από τη μεγάλη, την πλατειά κοινωνική και εθνική σύνθεση, από την οποία αντλώ και ανανεώνω αδιάκοπα τα φυσιογνωμικά στοιχεία του πνεύματος μου και της ψυχής μου. Και αυτή η εθνική φυλετική ιδιομορφία της ψυχής μου είναι ακριβώς εκείνη που με εντάσσει φυσιολογικά μέσα στην πανανθρώπινη κοινωνική σύνθεση. Αλλά για να μη χάσω τον εαυτό μου, πρέπει να γνωρίζω τον εαυτό μου. Το «γνώθι σεαυτόν» είναι η πλουταρχική πηγή της γνώσεως. Αυτό λοιπόν πρέπει να είναι η βάση της γενικής παιδαγωγικής προσπάθειας του Έθνους, του οποίου εντελοδόχος είναι το Κράτος και η Εκκλησία. Όργανα για αυτή τη συνειδητοποίηση είναι το Υπουργείο Παιδείας, ο Κλήρος, ο τύπος, ο καλλιτέχνης που εκφράζει την εθνική ψυχή και ολόκληρη η τάξη των διανοουμένων, που είναι υπεύθυνη για την πνευματική συγκρότηση του λαού.
Για να γνωρίσουμε τον Ελληνικό εαυτό μας, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται η ψυχοπνευματική μας προσωπικότητα. Από πού ερχόμαστε. Πώς φτάσαμε να είμαστε εδώ που είμαστε. Ποιες είναι οι δυνάμεις και οι αδυναμίες μας. Και πού πηγαίνουμε. Καταπού μας οδηγεί η πολιτιστική ροπή, που κυβερνά τούτο το έθνος, αμετάκλητα, δίχως παρέκκλιση, επί τρεις χιλιάδες χρόνια.
Τα στοιχεία αυτά, που συνθέτουν την ελληνικότητα μας τη σημερινή και πλουτίζονται αδιάκοπα μέσα στην ιστορική πορεία της με νέο πλήθος από βιώματα ιστορικά και βιολογικά, δεν μπορεί βέβαια να τα καθορίσει κανείς μέσα στα στενά περιθώρια μιας σύντομης μελέτης. Γι΄ αυτό θ’ ασχοληθούμε εδώ μόνο με ένα απ’ αυτά τα στοιχεία, μόνο με μια ψηφίδα από το θαυμάσιο ψηφιδωτό της εθνικής μας ψυχής. Η ψηφίδα αυτή είναι η μουσική του Ελληνικού λαού και ειδικά ένα μέρος απ’ αυτή τη μουσική. Η θρησκευτική Ελληνική Μουσική. Η προσευχητική. Η λατρευτική Μουσική. Βυζαντινή, γιατί από το Βυζάντιο ξεκίνησε οργανωμένη η θρησκεία μας, στα χρόνια της Ελληνικής μας Αυτοκρατορίας. Από κει, όταν στα χρόνια της Ελληνικής μας Αυτοκρατορίας. Από κει, όταν η Πόλη ήταν πρωτεύουσα του κόσμου και το απόρθητο κάστρο του παγκόσμιου πολιτισμού, ξεκίνησε η θρησκεία μας, οπλισμένη και στολισμένη με τις περίλαμπρες τέχνες της. Με την υμνογραφική της λογοτεχνία, με την θρησκευτική μουσική της, με την αρχιτεκτονικής της, με τη ζωγραφική της, με την ψηφιδογραφία και όλη τη διακοσμητική της μεγαλοπρέπεια.
Αυτές οι αδελφές ωραίες τέχνες του Ελληνισμού, δεν είναι τυχαία και συμπτωματικά φανερώματα ζωής. Αποτελούν κορυφώματα καλλιτεχνικών δημιουργιών, που βγήκαν από οργανικές εξελίξεις του Ελληνικού πολιτισμού, όπως οι Βυζαντινοί τον παρέλαβαν από την ελληνιστική μεταλεξανδρινή παράδοση και τόνε πλούτισαν με νέα στοιχεία της Ανατολής, που μετουσιώθηκαν στον καθαρό Ελληνοχριστιανικό ρυθμό, μέσα στη φλογερή χοάνη της θεοκρατικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Με τον ίδιο τρόπο ο Κλασσικός Ελληνικός πολιτισμός είχε ποτισθεί άφθονα από τους μυστικούς χυμούς της Ανατολικής σοφίας, που τους αφομοίωσε κατόπιν και τους υπέταξε οργανικά στην εθνική ιδιομορφία της δικής του εκφράσεως. Και αργότερα, όταν ο Ελληνικός πολιτισμός άρχισε να μαραζώνει μέσα στον ασφυχτικό ορίζοντα της αυτάρκειάς του, πάλι η μεγαλοφυΐα του Μεγαλέξανδρου, απλωμένη δημιουργικά σε όλο το γνωστό κόσμο, ένοιωσε την ανάγκη να ζωογονήσει το μαραζωμένο οργανισμό με νέες πνευματικές και πολιτιστικές διασταυρώσεις, που αναζήτησε ανάμεσα στους λαούς της κοσμοκρατορίας του. Έτσι η Ελληνική Αυτοκρατορία του Βυζαντίου είναι συνυφασμένη αδιάσπαστα μέσα στη ζωή μας με στοιχεία καλλιτεχνικά, θρησκευτικά, ηθικά και ηθογραφικά, κοινωνικά και τυπολατρικά. Η Βυζαντινή μας Αυτοκρατορία δεν πρόκειται βέβαια να ξαναζήσει σαν σχήμα πολιτιστικό και κρατικό, όπως δεν γίνεται να ξαναζήσει σε δεύτερη έκδοση η Αθηναϊκή Δημοκρατία ή ο Σπαρτιατικός εθνικιστικός οργανισμός. Κάθε εποχή βρίσκει τις πολιτικές εκφράσεις της, που είναι επικαιρικών στοιχείων της ζωής. Αλλά η θρησκεία;
Αυτή είναι μια μορφή του πολιτισμού, που ή ζει, υφίσταται, και υπάρχει με όλες τις κύριες αισθητικές και φιλοσοφικές εκφράσεις της, ή χάνεται και σβήνει μαζί με αυτές, και τότε αποτελεί υλικό μουσειακής και επιστημονικής μελέτης για τους μεταγενέστερους. Έτσι, ή εξακολουθούμε νάμαστε ελληνοχριστιανοί, όπως μας διέπλασε με επεξεργασία 1650 χρόνων το Βυζάντιο, οπότε θα εξακολουθούμε νάχουμε τη βυζαντινή θρησκευτική τέχνη, καθώς και την τελετουργική πομπή και τα άμφια και τα θρησκευτικά σύμβολα του Βυζαντίου, ή απλώς… θα πάψουμε νάμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι, οπότε ο καθένας θάναι ελεύθερος να κάνει του κεφαλιού του στα ζητήματα της θρησκείας και της Εκκλησίας, όπως γίνεται με τη θρησκευτική αναρχία της αμερικανικής εθνολογίας πανσπερμίας. Εδώ συμβιβασμός, ύποπτα μίγματα και νοθείες δεν χωράνε.
Είναι μοιραίο για το Έθνος μας, τα θρησκευτικά του ζητήματα να είναι αδιάσπαστα συνδεδεμένα με την ιστορική μοίρα του λαού μας. Η Ελληνική Ορθοδοξία, είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει ταυτισθεί με την εθνική μας υπόσταση, ήγουν με την ελευθερία μας. Έχει γίνει δηλαδή εθνική θρησκεία, όπως το Δωδεκάθεο του Ολύμπου είταν η εθνική θρησκεία των προγόνων μας. Και η εθνική θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων ξέφτισε και κατέρρευσε μαζί με την εθνική τους ελευθερία. Πάνω στα κατάρτια των βαρβαρομάχων καραβιών της Πόλης κυμάτιζαν τα χρυσά λάβαρα της Παναγίας, που είταν για το χριστιανικό Κράτος στρατηλάτης μαζί και πολέμαρχος, σαν την Αθηνά. Προς Αυτήν, προς την Υπέρμαχο Στρατηγό, αποτείνεται το θαυμάσιο βυζαντινό τροπάρι, που στην πραγματικότητα είναι ο εθνικός ύμνος του αγωνιστικού Βυζαντίου. Και σαν εθνικό μας ύμνο έπρεπε να το κρατήσει και η απελευθερωμένη Ελλάδα του ’21, αν οι λόγιοι και πολιτικοί εκείνης της εποχής είχαν την οξυδέρκεια να καταλάβουν την σημασία που παίρνει η παράδοση στη ζωή των Εθνών, και δεν έβλεπαν την Κλασσικήν Ελλάδα να ενώνεται ηθικά και ιστορικά με το απελευθερωμένο Έθνος, δίχως την ένδοξη και μεγαλόπρεπη περίοδο της Βυζαντινής χιλιετίας, που μεσολάβησε και σφυρηλάτησε την νέα μας Ελληνοχριστιανική συνείδηση. Δήτε όμως. Αυτό που δεν έκαμε το μεταεπαναστατικό Κράτος τόκαμε μόνος του ο Ελληνικός Λαός. Έτσι, κάθε φορά που ένα μεγάλο εθνικό γεγονός τρικυμίζει στην ψυχή μας, το βυζαντινό τροπάρι αυθόρμητα ανεβαίνει στα χείλη μας και σμίγει με τους στίχους του Σολωμού. Και πάλι αυθόρμητα, κάθε φορά που ένα υπόδουλο τμήμα του Ελληνισμού ενώνεται με την ενιαία ελεύθερη πατρίδα, ο Ελληνικός λαός αλληλοχαιρετάται με την θρησκευτική φράση «Χριστός Ανέστη». Και προχτές ακόμα, όταν η Ελλάδα έκαμε το θαύμα του ’40-’41, οι Έλληνες στρατιώτες έβλεπαν την Υπέρμαχον του Βυζαντίου να πολεμά επι κεφαλής των τους κτηνώδεις επιδρομείς. Πήγα και τους είδα, εκεί στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, αυτούς τους νεαρούς ήρωες των ημερών μας. Και όλοι είχαν κρεμασμένη στο στήθος ή στον ορθοστάτη του παγωμένου τους αντίσκηνου την εικόνα της Βυζαντινής Υπερμάχου. Σαν να είταν όχι πολεμιστές του Γεωργίου του Β’, αλλά του Τσιμισκή, του Βασιλείου του Βουλγαροκτόνου ή του τελευταίου Παλαιολόγου. Ως αυτό το σημείο, η Εθνική μας υπόσταση είναι ζυμωμένη με την Ορθοδοξία της Πόλης. Και είταν πολύ φυσικό.
Σαν έπεσε το Βυζάντιο, η Εκκλησία αντικατάστησε τον τσακισμένο κρατικό οργανισμό σαν υποκατάστατος μηχανισμός της Εθνικής ενότητας. Τα σύμβολα της Αυτοκρατορίας τα κράτησε η Εκκλησία και τα διατήρησε μέσα στους μαύρους αιώνες της σκλαβιάς. Και μέσα σε αυτούς τους φοβερούς αιώνες, αυτή στάθηκε το πνευματικό και εθνικό κέντρο της μαρτυρικής φυλής. Ενάντια στους αρχηγούς της ξέσπαγε κάθε επίθεση των εχθρών του Ελληνισμού, τόσο από μέρους των καταχτητών, όσον και από μέρους των Φράγκων. Και σωστά τόπανε, πως σε πολλές κρίσιμες ώρες το ράσο στάθηκε η εθνική σημαία της Ελλάδας στα χρόνια της σκλαβιάς. Σε αυτό το διάστημα, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες χάθηκαν για το Ελληνικό εθνικό σύνολο. Ποιοι είταν αυτοί; Είταν όλοι όσοι με την βίαν ή με το φόβο άφησαν την θρησκεία τους. Συμπέρασμα αδιάσειστο. Αν υπάρχουμε σήμερα σαν Ελληνική φυλή, είναι γιατί κρατήθηκε από το άμφιο της θρησκείας μας όλας αυτά τα χρόνια. Δεν θα βρίσκε κανένας αρχή και τέλος, αν έλεγε να λογαριάσει τους εθνικούς ήρωες της Εκκλησίας μας. Από το πλήθος των ιερέων που σφάχτηκαν στην Πόλη και σε όλη την Ανατολή προ και κατά την υποδούλωση του Βυζαντινού Ελληνισμού ως τον Πρωτομάρτυρα του ’21 τον Πατριάρχη, ως τους κληρικούς εθνάρχες ιερομάρτυρες της Κυπριακής επανάστασης του ’21. Και από αυτόν ως τους 230 κληρικούς μας, που τον σκότωσαν, τους σταύρωσαν, τους ανεσκολώπισαν και τους διεπόμπευσαν οι καταχτητές και οι Εαμοσλαύοι. Όλοι αυτοί έγραψαν με το αίμα τους το «πιστεύω» της εθνικοθρησκευτικής μας ενότητας. Είναι ιστορία γεμάτη από αιματωμένα άμφια, από εμπρησμένες εκκλησίες, από μαγαρισμένα εικονίσματα.
Είναι μια καταπληχτική ιστορία πολλών αιώνων, τραγουδισμένη με τροπάρια, με ύμνους , με θρήνους και μοιρολόγια. Και αυτά αποτελούν ένα μέρος από την Ελληνοχριστιανικής μας παράδοση.
Ένας από τους πιο σοβαρούς φορείς αυτής της παραδόσεως στάθηκε η Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το μοναδικό αυτό ίδρυμα ασχολήθηκε με σύστημα και ιερή προσήλωση με την Βυζαντινή Μουσική, ιδρύοντας στα 1890 ειδική Σχολή στην οποία δίδαξαν σοφοί δάσκαλοι την παραδοσιακή Εθνική μας εκκλησιαστική μουσική.
Από αυτή τη Σχολή, που κρατήθηκε ως την καταστροφή του ’22, μεταφέρθηκε ως τα χρόνια μας η σωστή Βυζαντινή Μουσική. Οι εκατοντάδες μαθητές της σκορπίστηκαν σε ολάκερη την Ελλάδα με καλλίφωνους και μορφωμένους πρωτοψάλτες, περισώζοντας έτσι την θαυμάσια αυτή κληρονομιά.
Το έργο αυτό είναι νομίζω ένας από τους πιο σπουδαίους τίτλους τιμής πούχει στο θαυμαστό της ενεργητικό ή Μεγάλη Σχολή του Γένους, που στάθηκε το προπύργιο του γνήσιου Ελληνικού Πνεύματος στα πιο δύσκολα χρόνια του Ελληνισμού. Η Μεγάλη Σχολή ήταν ο μοναδικός ίσως φοράς αυτού που ονομάσαμε πριν Ελληνοχριστιανική παράδοση.
Όλοι οι ημιμαθείς, οι σνόμπ, όλοι οι ξεθυμασμένοι φυλετικά Έλληνες, συγχέουν είτε από αμάθεια, είτε από σκοπιμότητα προπαγανδιστική, την έννοια «παράδοση» με την έννοια «αντίδραση», «οπισθοδρόμηση».
Υπάρχει, βέβαια, στις μέρες μας έκδηλο ένα ρεύμα ξενομανίας και επίδειξης νεωτεριστικού πνεύματος. Αυτό το ονόμασα άλλοτε «πανικό του μοντερνισμού».
Οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτήν την πνευματική διαστροφή, τρέμουν μήπως περάσουν για καθυστερημένοι. Και εκστασιάζονται πια για κάθε τι, που τους παρουσιάζεται ως νεωτεριστικό, και παριστάνουν τον ενθουσιασμένο μπροστά σε κάθε αρλούμπα ιδεολογική ή καλλιτεχνική, που εμφανίζεται σαν άρνηση και σαν επανάσταση ενάντια σε κάθε μορφή ζωής, στοχασμού ή τέχνης, που κινείται μέσα σε φυσικές και ανθρώπινες αναλογίες.
Από αυτούς είναι και οι αμόρφωτοι ρωμηοί, που ντρέπονται, γιατί η θρησκευτική μας μουσική δεν έχει τετραφωνίες, δεν έχει τενόρους και βαρύτονους και μπάσους, δεν έχει κορώνες πρίμο, τέρτσο και σεγκόνο, που είναι πράγματα ευρωπαϊκά. Και βάλθηκαν, οι μωροί, να την επισκευάσουν, να την διορθώσουν, να την μοντερνίσουν. Αυτοί οι άνθρωποι, όταν δεν είναι επιτήδειοι παγκαροεπίτροποι, που μασκαρεύοντας την Βυζαντινή μουσική, το κάνουν για να προσελκύσουν το πλήθος των σνομπ στους δίσκους των ( και είναι χαρακτηριστικό πως το ίδιο έκαμε ο αιρετικός Άρειος, βάζοντας στις ακολουθίες του «μέλη θυμελικά», δηλαδή μουσική θεάτρου, για να παρασύρει τους εθνικούς, που τους ήταν αγαπητή) είναι συνήθεις τύποι δίχως καμμιά καλλιέργεια του αισθήματος της καλαισθησίας.
Δεν καταλαβαίνουν την ιεροσυλία που κάνουν, βάζοντας βέβηλο χέρι πάνω σε έναν ιερό, πατροπαράδοτο θησαυρό, που υπάγεται σε δικούς του αυτοτελείς καλλιτεχνικούς νόμους, για να τον μασκαρέψουν ή να τον ανταλλάξουν με φτηνοπράγματα κακού γούστου. Όπως κάνουν οι επιτήδειοι γυρολόγοι, που περιφέρονται στα χωριά και ανταλλάσσουν τα βαρειά χρυσοΰφαντα της βιομηχανίας, ξεγελώντας τις απλοϊκές νοικοκυρές για να τους αρπάξουν για ένα κομμάτι ψωμί τους θησαυρούς της παλαιάς αρχοντικής κασσέλας του σπιτιού. Ούτε είναι ικανοί να καταλάβουν αυτοί οι επικίνδυνοι μοντερνιστές τη βιολογική σχεδόν δύναμη, που έχει η παράδοση πάνω στην συνέχεια και τη διατήρηση της εθνικής ζωής. Και θεωρούν για ηλίθιο έξαφνα τον αγγλικό λαό, που κρατά με πάθος τύπους και παραδόσεις, που δεν έχουν καν σήμερα κανένα νόημα σχετικά με την σύγχρονη ζωή του Αγγλικού έθνους, κρατάνε όμως μέσα τους άγρυπνο το νόημα της μεγάλης ιστορίας του, της οποίας απλά και ορατά μαρτυρία και σύμβολα είναι αυτές οι περούκες, αυτές οι μεσαιωνικές στολές, αυτά τα αναχρονιστικά έθιμα.
Κι εμείς έχουμε, όχι πια σαν μουσειακό υλικό, ολοζώντανο θησαυρό στο στόμα και στην καρδιά των εκατομμυρίων Ελλήνων, τα ιερά τροπάρια. Τροπάρια που τάγραψαν, τα μελοποίησαν κα τα έψαλαν μέσα στην Αγία Σοφία μεγάλοι ποιητές και μουσικοσυνθέτες, που ανάμεσα τους είταν ακόμη και αυτοκράτορες και πρωθυπουργοί του Βυζαντίου, οι οποίοι τα έψελναν έτσι μαζί με τον λαό. Έρχονται οι βραδιές των Χαιρετισμών, έρχουνται οι νύχτες της εβδομάδας των Παθών, και οι εκκλησίες δεν χωράνε τους ορθοδόξους, που ψέλνουν μαζί με τους αυτοκράτορες μας τους ίδιους στίχους, την ίδια μουσική, τα ίδια «τραγούδια του Θεού», όπως τάλεγε ο Παπαδιαμάντης, με τον ίδιο τρόπο, που μας παράδωσαν στοματικά όλες οι γενεές των φτωχών και απλοϊκών ψαλτάδων από τα χρόνια του Βυζαντίου ως τα χρόνια μας.
Αυτή τη μουσική παράδοση, την ιερή και πανάρχαιη, αγωνίζονται να διασπάσουν, να παραποιήσουν οι διάφοροι ανόσιοι και άμουσοι κονταδόροι, που ακούγονται, δυστυχώς ακόμα να παρεμβάλλουν τις φωνητικές επιδεικτιάσεις τους ανάμεσα στους σεμνούς ύμνους της λειτουργίας σε μερικούς ναούς της Αθήνας. Τους ακούν από το ραδιόφωνο και τα φτηνά χωριά της επαρχίας, που έχουν ως πρότυπο καλαισθησίας την Αθήνα, και αρχίζουν να πιστεύουν πως είναι πολιτισμός αυτή η γελοιοποίηση της Βυζαντινής μουσικής, όταν παρουσιάζεται μέσα στον ιερό χώρο της προσευχής, κουνώντας τους τετραφωνικούς φραμπαλάδες της πάνω από τα σεμνά και μεγαλοπρεπή της άμφια.
Εκείνο που θέλω να προσθέσω σαν κατακλείδα, είναι τούτο. Το θέμα δεν είναι αν η εθνική θρησκευτική μας μουσική είναι καλή ή κακή. Το θέμα είναι αν οι εκτελεστές της είναι καλοί ή κακοί ψάλτες. Διότι και ο Μπετόβεν στα χέρια μιας πρωτάρας πιανίστριας είναι ανυπόφορος. Πρέπει, λοιπόν, να εξαναγκάσουμε, εμείς οι χριστιανοί, τους διάφορους ναούς, να αποχτήσουν αληθινές, μόνιμες και καλοπληρωμένες χορωδίες ανδρικών και παιδικών φωνών. Και να καταλάβουν καλά, πως η Βυζαντινή Μουσική είναι μονοφωνική ή ομοφωνική, όπως η αρχαία και όπως η δημοτική μας μουσική(…)".
(Πηγή: Cognosco Team)

Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Αφανείς προσωπικότητες της Ψαλτικής Τέχνης - Θεόδωρος Γωγοβίτης

Αφανείς προσωπικότητες της Ψαλτικής Τέχνης 

Θεόδωρος Γωγοβίτης

Ένας χρόνος συμπληρώθηκε από την εκδημία του καθηγητού της Ευρωπαϊκής και Βυζαντινής Μουσικής Θεοδώρου Γωγοβίτου και ο Χορός Βυζαντινής Εκκλησιαστικής Μουσικής "Κλίμαξ" τιμά μια αφανή προσωπικότητα της Ψαλτικής Τέχνης θυμίζοντας την πορεία και την δράση του στη διδασκαλία και το αναλόγιο.

Ο Θεόδωρος Γωγοβίτης, γιός του ιερέως Κωνσταντίνου, γεννήθηκε στην Καρδίτσα το έτος 1937. Ένας μέρος των παιδικών του χρόνων πέρασε στο Νομό Μαγνησίας, όπου και ξεκίνησε τα πρώτα μαθήματα Βυζαντινής Μουσικής στην Αγριά του Βόλου, παρά του πόδας του Τρύφωνος Γεροπούλου και έχοντας συμμαθητήν τον Κυριαζή Νικολέρη. Μετά από διαρκείς μεταθέσεις του πατέρα του έφτασε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ενεγράφη στο φροστιστήριο Βυζαντινής Μουσικής, το οποίο στεγαζόταν στον Πολιούχο Αγ. Δημήτριο. 

Το 1955 συνέχισε τις μουσικές του σπουδές στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης αποκτώντας κατα σειρά πτυχία Αρμονίας, Ενοργανώσεως, Ωδικής και Αντιστίξεως. Μάλιστα, όταν η Κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου θέσπισε την Δωρεάν Παιδεία στα Ανώτατα Ιδρύματα, το Κρατικό Ωδείο έμεινε εκτός νόμου, με τον νεαρό, τότε, Θεοδώρο να κινητοποιείται μαζί με άλλους για να μην εξαιρεθεί το Κρατικό Ωδείο. Και τα κατάφεραν, με επιστολή προς το υπουργείο Παιδείας. Το 1967 έλαβε Πτυχίο Ιεροψάλτου και Δίπλωμα Μουσικοδιδασκάλου από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών. Επιπλέον, γνώριζε άπταιστα Ιταλικά.

Πρώτος του ψαλτικός σταθμός υπήρξε το αναλόγιο της Παναγίας της Αχειροποιήτου, έχοντας ως δεξιό τον Αθανάσιο Μαυρίδη (1965 - 1967). Ακολούθως, προσελήφθη στην Αγ. Τριάδα Πολυκάστρου, για δύο έτη, και εν συνεχεία μεταφέρθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό του Κιλκίς, για άλλα δύο χρόνια, με δεξιό τον Κωνσταντίνο Γαϊτανίδη. Το 1972 επέστρεψε στη Θεσσαλονίκης ως αριστερός ψάλτης στη Νέα Παναγία, όπου και διακόνησε για τα επόμενα 15 χρόνια. Τελευταίος του ψαλτικός σταθμός υπήρξε ο Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου & Αγ. Αναργύρων Διαβατών Θεσσαλονίκης, όπου έψαλε από το 1988 έως το 1996, όταν και ένοιωσε την ανάγκη να αποχωρήσει από τα αναλόγια.

Σημαντική υπήρξε η προσφορά του στη Κοινότητα των Διαβατών, αφού υπήρξε και καθηγητής μουσικής στο Γυμνάσιο της περιοχής από το 1979 έως το 1997. Άξιο αναφοράς είναι το γεγονός πως το ακαδημαϊκό έτος 1993 - 1994 δίδαξε Βυζαντινή Μουσική και στο Μουσικό Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.

Από το 1996, όταν και παραιτήθηκε, έψαλε επικουρικά στον Άγ. Δημήτριο Διαβατών αποδεικνύοντας τις υψηλές του γνώσεις με κάθε ευκαιρία. Η φωνή του ήταν αιχμηρή και διαπεραστική, ελαφρώς έρρινη, γεμάτη όμως τέχνη. Έτρεφε αισθήματα σεβασμού για άλλους ψάλτες και δασκάλους, ενώ ξεχώριζε τον Κωνσταντίνο Πρίγγο και τον Αθανάσιο Παναγιωτίδη ως τις υψηλότερες κορυφές της οροσειράς των δασκάλων της Ψαλτικής Τέχνης, που άκουσε από κοντά. Πάντα αγαπούσε το διδάσκειν και συμβουλεύειν και όνειρό του υπήρξε η δημιουργία τμήματος εκμάθησης Βυζαντινής Μουσικής στα Διαβατά. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή μουσικών συνθέσεων, ενώ του άρεσε η συλλογή φωτογραφιών και πληροφοριών για τη ζωή μεγάλων ψαλτών, τα οποία σκόπευε να εκδώσει.

Δυστυχώς, ο σακχαρώδης διαβήτης επιδείνωσε πολλά από τα, μέχρι τότε, μικροπροβλήματα υγείας που είχε. Τον τελευταίο μήνα της ζωής του πέρασε σε κέντρο αποκατάστασης στη Νέα Ραιδεστό Θεσσαλονίκης, όντας εμφανώς καταβεβλημένος. Ποτέ, όμως, ακόμη και εκείνη την επίπονη ώρα δεν ξεχνούσε την αγαπημένη του Βυζαντινή Μουσική, ζητώντας από φίλους ψάλτες να του πάνε την "Μεγάλη Εβδομάδα" του Κ. Πρίγγου στην επόμενη επίσκεψή τους. Η κατάστασή του άλλαξε άρδην πολύ σύντομα και, έτσι, την 22α Ιουνίου εξεδήμησε για να υμνήσει τον Κύριο από το ουράνιο αναλόγιο.


Ο Θ. Γωγοβίτης απαγγέλων εμμελώς το «Σήμερον κρεμᾶται…»
(Μεγάλη Παρασκευή, 2016)



Ακούστε εδώ τον Θεόδωρο Γωγοβίτη.

Ακολουθεί το Δοξαστικό της Πεντηκοστής
σε σύνθεση του Θεοδώρου Γωγοβίτη.